Η τοπική «γλώσσα» - διάλεκτος

απάναπάνω
δρογκεμένοςκαιρός έτοιμος για βροχή
έναι(ρ.), είναι
έτσ΄νας(τροπ. επίρ.), έτσι, μ΄ αυτό τον τρόπο
έχνεέχουνε
εψές(χρον. επίρ.), χθες
ζ΄λιάρ΄ςζ΄λιάρα, ζ΄λιάρ΄κο, ζηλιάρης
ζ΄λωζουλάω
ζ΄νάρ΄το ζωνάρι
θανέρθω, θανέρτω(ρ. μέλ.), θα έρθω, (θανερθ΄ς, θανερθ΄ κ.λπ.)
θ΄κόμ΄το δικό μου, (θ΄κόσ΄, θ΄κότ΄)
θ΄μούμιθυμάμαι
ξενεφαίνωεμφανίζομαι από αδιόρατο σημείο
κάθ΄σε κομματούδ΄κάτσε για λίγο, μη φεύγεις αμέσως
καμόςο καημός
κάμνωκάνω, τι κάμνεις; ή τι κάμενς;
κανάτιτο παραθυρόφυλλο
καταή(τοπ. επίρ.), καταγής
κατακάθ΄ το καταστάλαγμα, το ίζημα
καταπόδ΄ (επίρ.), από πίσω, στα ίχνη κάποιου
κατίνα (η)η πλάτη
καυκιέμικαυχιέμαι
κ΄βανώ κουβαλώ
κ΄θάρ΄ (το), το κριθάρι
κ΄λούρ (το), το κουλούρι, επίσης η κ΄λούρα
κ΄μάμι, κ΄μούμι κοιμάμαι
κ΄νέλ' το κουνέλι
κομμάτ΄, κομματούδ΄, κουμμάτ (επίρ.), για λίγο (χρον.). Λένε: «Κάτσ΄ κομματούδ΄». Επίσης λιγοστό (ποσοτ.): «Δώσε κομματούδ΄ ψουμί»
κομπίναη θεριζοαλωνιστική μηχανή
κατακόπ΄κα, κολοκόπ'κα κουράστηκα πολύ
κορύφ΄ (το)η σημαδούρα που επιπλέει στο νερό και δείχνει τη θέση του διχτυού/παραγαδιού
κουβνός (ο) σωρός πραγμάτων
κοσάρι (το)το εικοσάρι, οι 20 πόντοι
κουμ΄διά (η) τα ξερά φύκια που επιστρώνονται στη σκεπή ως μονωτικό υλικό
κούτσαυλος, -η, -ο ο κουτσός με κομμένο πόδι
κρατούνα (η) η σκαμμένη κολοκύθα που χρησιμοποιείται ως κουτάλα, επίσης το κεφάλι
κρυών΄, κρυγιών΄ (ιδιωμ.), κάνει κρύο
κ΄τάβ΄ (το) το κουτάβι του σκύλου
κ΄τσαίνω κουτσαίνω, -ομαι. Επίσης το επίθ. κ΄τσός, -ή, -ό. Λένε τον όρκο: «Να κ΄τσαθώ!»
κ΄φώνω κουφώνω, σκαλίζω, σκάβω, ανοίγω λάκκους
λαλαγίτα (η) είδος τηγανίτας
λιέμαι περιπλανιέμαι, "Πού λιέσαι;" σημαίνει πού γυρνάς άσκοπα;
λουλός, -ή, ό, ο λωλός, ο τρελός, ο ανόητος
λωλάδα (η) η τρέλα, η ανοησία
μαθέγιατί, "Μαθέ χαζός είναι;"
μπαναι
μπαντέχωπεριμένω, "Μπάντεχα αλλά δεν ήρτε"
μπόν ή μπόνςβλάκας, αγαθός
μολάρωαφήνω
παγαίνωπηγαίνω
παιδέλ' ή παιδαρέλ' παιδί
παραβγαίνωσυναγωνίζομαι
πλιατα πουλιά, συνήθως εννούνται οι κότες
πουλιώραπριν από ώρα
ταχειάαύριο ή ειρωνικά ποτέ
ρέντατρέξιμο
σακάτπρος τα κάτω
σαπάνπρος τα πάνω
σαπέραπρος τα πέρα
σαπλίκωσαέδειρα, "Τον σαπλίκωσεν"
Σε καπετάρ'σεν;το χωράει ο νους σου; σου έχει συμβεί;
σπίτ'σπιτι
στραβάςματιά σου, "Άνξε τα στραβάς και διέ το"
χάμοκάτω
ξάσω (να) να φτιάξω, να φροντίσω
ζαζώα

   Quiz: Πόσο Λημνιός ή Λημνιά είσαι;

    Δοκίμασε τις γνώσεις σου!   Quiz 1       Quiz 2